-
1 υδρα
ион. ὕδρη ἥ миф. гидра ( многоглавый водяной змей)ὕ. Λερναία Soph. — Лернейская гидра ( убитая Гераклом);
ὥσπερ ὕδραν τέμνειν погов. Plat. — словно обезглавливать гидру, т.е. делать что-л. впустую (т.к. у гидры на месте каждой отрубленной головы отрастали две) -
2 ύδρα
η миф, перен. гидра -
3 Υδρα
-
4 υδρη
-
5 αμφικρανος
-
6 εκατογκεφαλος
-
7 ελειος
I.ὁ зоол. предполож. соня ( Myoxus glis) Arst.II.3 и 21) болотистый(αὐλῶνες Arph.)
2) болотный(δόναξ Aesch.; ὕδρα Eur.; ζῷα, βίος Arst.; ὕδωρ, ἀήρ Plut.)
τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἕλειοι Thuc. — жители болотистых местностей Египта -
8 θρεμμα
- ατος τό1) питомец, дитя, отпрыскτοῦ γέροντος θ. Λυκομήδους Soph. — отпрыск старого Ликомеда, т.е. Νεοπτόλεμος;
Χαρίτων θ. Arph. — питомица Харит2) создание, творение, существо(εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θ. Plat.)
δύσκολον τὸ θ. ὅ ἄνθρωπος Plat. — мятежное существо человек;ὦ θ. ἀναιδές! Soph. — ах ты, бесстыдное создание!3) тварь, зверь, животноеτὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. — стада животных;
τὰ ἥμερα καὴ ἄγρια θρέμματα Plat. — ручные и дикие животные;ὑηνὰ θρέμματα Plat. — свиньи;ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον Soph. — страшный и неукротимый зверь (= Немейский лев)4) исчадье, отродье(δεινῆς Ἐχίδνης Soph.; τὰ μυσαρὰ ταῦτα θρέμματα Plut.)
5) описательно с gen. επεψεηετιγυσθ. Λερναίας ὕδρας Soph. = Λερναία ὕδρα;
θρέμματα παίδων Plat. = παῖδες;ὀρνίθων θρέμματα Plat. = ὄρνιθες;θρέμματα παλλακῶν Plut. = παλλακαί -
9 κλεψυδρα
πρὸς κλεπψύδρας ἀγωνίζεσθαι Arst. — состязаться по водяным часам (т.е. словно на судебном заседании)
-
10 κυων
κῠνός ὅ и ἥ (dat. κυνί, acc. κύνα, voc. κύον; dat. pl. κυσί - эп. κύνεσσι)1) собака(κύνες θηρευταί или θηρευτῆρες Hom. и θηρευτικαί Plat., Arph.; κύνες βοτῆρες Soph. и κύνες ἐπίκουροι ποιμνίων Plat.)
κ. Ἀΐδαο Hom. или ὅ κ. Xen. = Κέρβερος ; νέ или μὰ τὸν κύνα! Plat., Arph. — клянусь собакой!, т.е. честное слово! (обычная клятва Сократа - невидимому, чтобы, не поминать имен богов);ἥ κ. κατακειμένη ἐν τῇ φάτνῃ погов. Luc. — собака, лежащая в яслях, т.е. собака на сене;τί κυνὴ καὴ βαλανείῳ ; погов. Luc. — что общего между собакой и баней?2) бран. собака, пес, чаще сука Hom.3) философ кинической школы, киник Arst., Plut.4) чудовищеΔιὸς πτηνὸς κ. Aesch., Soph. = αἰετός;
ἥ ῥαψῳδὸς κ. Soph. = Σφίγξ;Ζηνὸς κύνες Aesch. = Ἅρπυιαι;κύνες Κωκυτοῦ Arph. = Ἐρινύες;Λέρνας κ. Eur. = Ὕδρα;5) время восхода созвездия Большого Пса, каникулыἐπὴ κυνί и ὑπὸ κύνα Arst. etc. — во время каникул
6) тюлень(δελφῖνές τε κύνες τε Hom., Polyb.)
-
11 Λερναιος
-
12 παλιμβλαστης
-
13 παλιμφυης
-
14 Λερναίος
α, ον:Λερναία υδρα миф лернейская гидра
См. также в других словарях:
ὕδρα — ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc/acc dual ὕδρᾱ , ὕδρα water serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek
ὕδρᾳ — ὕδραι , ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ύδρα — Sp Idrà Ap Ύδρα/Ydra L s. Egėjo j. ir mst. joje, PR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ύδρα — η 1. νησί κοντά στην αργολική χερσόνησο. 2. αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύδρα — η γένος μικρών Yδρόζωων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λερναία Ύδρα — Μυθολογικό τέρας. Βλ. λ. Λέρνα ή Λέρνη (Μυθολογία). «Ο Ηρακλής και η Λερναία Ύδρα», άγαλμα από ελεφαντόδοντο του 17ου αι. (Museo degli Argenti, Φλωρεντία) … Dictionary of Greek
ὕδρας — ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem acc pl ὕδρᾱς , ὕδρα water serpent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιαούλης, Ανδρέας — (Ύδρα 1769 – Αθήνα 1835). Ναύαρχος της Επανάστασης του 1821. Από μικρός ασχολήθηκε με ναυτικά επαγγέλματα, δέκα χρονών δούλευε στο πλοίο ενός θείου του και στα δέκα έξι του έγινε κυβερνήτης του οικογενειακού τους λατινάδικου (σιταγωγού). Έξυπνος … Dictionary of Greek
ὕδραι — ὕδρα water serpent fem nom/voc pl ὕδρᾱͅ , ὕδρα water serpent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλγαρης, Γεώργιος — (Ύδρα 1769 – Αγκίστρι, Σαρωνικός 1812). Διοικητής της Ύδρας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1802 12). Ο Κ. Σάθας τον χαρακτηρίζει ακέραιο και ανδρείο άντρα, που μόνο με την προσωπική του ικανότητα έγινε από απλός ναύτης κυβερνήτης της τουρκικής… … Dictionary of Greek